- κνηκίς
- κνηκίς, -ίδος, ή (AM) [κνήκος]1. ωχρή κηλίδα από σύννεφα στον ουρανό2. στιλπνό, λαμπερό δέρμα3. φρ. «κνηκίς ελαφος» — ελάφι με κιτρινωπό, λαμπερό τρίχωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κνήκος — κνῆκος, ό, ή (AM, Α και κνήκη, ἡ) 1. το γένος φυτών κάρθαμος, ένα είδος τού οποίου χρησιμοποιούνταν για την εξαγωγή χρωστικής ουσίας 2. το φυτό κνίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kenәko «χρυσοκόκκινος, χρυσοκίτρινος», όπως και το αντίστοιχο… … Dictionary of Greek